- Σατράπῃ
- Σατράπηςsatrapmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σατράπῃ — σατράπης satrap masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατράπηι — Σατράπῃ , Σατράπης satrap masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατράπηι — σατράπῃ , σατράπης satrap masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπικός — ή, ό / σατραπικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σατράπικος, η, ο, Ν [σατράπης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατράπη («ἡ σατραπικὴ οἰκονομία», Αριστοτ.) νεοελλ. (για άνθρωπο) τυραννικός, δεσποτικός, αυταρχικός αρχ. 1. όμοιος με σατράπη ή αυτός που… … Dictionary of Greek
μαυσωλείο — Μεγαλόπρεπος τάφος της Αλικαρνασσού. Κατασκευάστηκε τον 4ου αι. π.Χ. προς τιμήν του Μαυσώλου (377 353 π.Χ.), σατράπη της Καρίας. Το μνημείο, που συγκαταλέγεται μεταξύ των Επτά θαυμάτων της αρχαιότητας, σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Σάτυρο και … Dictionary of Greek
νέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Φιλοτέχνησε κυρίως αττικά μελανόμορφα αγγεία, ενώ από το έργο του έχουν σωθεί πέντε ενυπόγραφα αγγεία. Δύο θραυσμένοι κάνθαροι από την Ακρόπολη των Αθηνών (σήμερα… … Dictionary of Greek
σατραπεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σατραπηΐη και ξατραπεία Α [σατραπεύω] 1. το αξίωμα τού σατράπη, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ασκούσε το αξίωμά του αυτό 2. επαρχία τού αρχαίου περσικού κράτους η οποία βρισκόταν υπό την διοίκηση τού σατράπη («τὴν οἱ… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Δερκυλίδας — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός και ναύαρχος. Το όνομά του αναφέρεται για πρώτη φορά στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, όταν, με εκστρατεία του στη Μικρά Ασία, βοήθησε τις πόλεις Άβυδο και Λάμψακο να αποστατήσουν από… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek